Επιγραφή |
"S & C, Simon & Halbig, 6 ½" |
Συντηρητής |
Πρώτη προσπάθεια συντήρησης γίνεται από τις Παπαντωνίου Ι. και Βελώνη Η. στις αρχές της δεκαετίας του 60. Το 1991, οι κούκλες συντηρούνται από την Αργυριάδη Μ. και τα ενδύματά τους από την Μηναίου Μπ., στο πλαίσιο προγράμματος του Λ.τ.Ε. επιδοτούμενου από το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Ταμείο και το ΥΠ.ΠΟ |
Κόστος συντήρησης |
Δε σώζονται άλλες πληροφορίες |
Περιγραφή |
Πορσελάνινη κούκλα ντυμένη με την τοπική γυναικεία φορεσιά της Λευκάδας. Αποτελεί τμήμα της συλλογής με κούκλες της βασίλισσας Όλγας. Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, η συλλογή συγκροτήθηκε όταν, την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, η βασίλισσα Όλγα ζήτησε από τους κατοίκους κάθε επαρχίας να ντύσουν το ζευγάρι κούκλες που τους απέστειλε με τα τοπικά τους γυναικεία και ανδρικά ενδυματολογικά σύνολα. Με δική της επιθυμία, το 1914 η συλλογή αυτή δωρήθηκε στο Λ.τ.Ε. Οι κούκλες κατασκευάστηκαν στη Γερμανία και στο πίσω μέρος της κεφαλής φέρουν τη σφραγίδα του εργοστασίου "S & C, Simon & Halbig, 6 ½", μέρος της οποίας καλύπτεται πλέον από τα μαλλιά προβάτου. Το κεφάλι είναι από πορσελάνη "bisque" ενώ το αρθρωτό σώμα από μίγμα "composition". Ειδικός μηχανισμός συγκρατεί τα μάτια που ανοιγοκλείνουν στο εσωτερικό του κεφαλιού και ξύλινες μπάλες επιτρέπουν τις κινήσεις των αρθρώσεων. Η καθημερινή φορεσιά της Λευκάδας όπως εμφανίζεται στην κούκλα, αποτελείται από το βαμβακερό υφαντό υπόλευκο πουκάμισο. Εσωτερικά φοριέται το συντρόφι ή βρακί, επίσης υπόλευκο και βαμβακερό, διακοσμημένο με λιτό κέντημα στα μπατζάκια, λίγο πριν το τελείωμα. Ύστερα φοριέται το κότολο, πτυχωτή φούστα από λινάρι και βαμβάκι, διακοσμημένη με ενυφασμένες οριζόντιες ρίγες, οριζόντια νερβίρ (πιετάκια) και αργαλίσιο κέντημα από χρωματιστά μάλλινα νήματα στον ποδόγυρο. Από πάνω φοριέται το χειριδωτό φουστάνι (ή σαγιάς;) από βαμβακερό ύφασμα βαμμένο μπλε και διακοσμημένο με νερβίρ οριζόντια λίγο πριν το τελείωμα αλλά και οριζόντια χρωματιστά γαζιά. Ο ποδόγυρος του φουστανιού είναι φοδραρισμένος με καρό μαλλοβάμβακο ύφασμα. Το άνοιγμα του στήθους κλείνει με επίρραπτη τρέσα τοποθετημένη κατακόρυφα. Στο γύρο του λαιμού φέρει καφέ μάλλινο ρέλιασμα, στο γύρο των μανικιών (που κλείνουν με λευκά μικρά κουμπιά) μπλε σκούρο και στο γύρο του ποδόγυρου επίρραπτο μπλε μάλλινο γαϊτάνι. Στη μέση δένεται η ποδιά από καφέ μάλλινο ύφασμα, σταμπωμένο με χρωματιστά ανθάκια. Στις δύο οριζόντιες πλευρές η ποδιά είναι γαρνιρισμένη με κόκκινη βαμβακερή κορδέλα κεντημένη με λευκό ψαροκόκαλο. Μάλιστα, στην άνω πλευρά δημιουργείται σούρα και η κορδέλα χρησιμεύει για το δέσιμο στη μέση. Από πάνω φοριέται το σεγγούνι, αμάνικος επενδύτης από καφέ σαγιάκι (μαλλί της νεροτριβής), ρελιασμένος ολόγυρα με βυσσινί τσόχα και διακοσμημένος από τους τερζήδες της Ηπείρου με επίρραπτο τερζήδικο κέντημα από βυσσινί μεταξωτά κορδόνια και γαϊτάνια και πράσινη τσόχα. Εσωτερικά επίρραπτα στο γύρο του επενδύτη, μαύρα μάλλινα κρόσσια. Στο κεφάλι διευθετείται καφέ μάλλινο σταμπωτό μαντίλι, τριγωνικά διπλωμένο. Τα πόδια καλύπτουν μαύρες μεταξωτές πλεχτές κάλτσες. Τέλος, στο δεξί ώμο φέρει κρεμασμένο ταγάρι, τσάντα μάλλινη υφαντή, διακοσμημένη με πολύχρωμους ενυφασμένους ρόμβους. |